Χιογενής

From LSJ
Revision as of 19:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χῑογενής Medium diacritics: Χιογενής Low diacritics: Χιογενής Capitals: ΧΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Chiogenḗs Transliteration B: Chiogenēs Transliteration C: CHiogenis Beta Code: *xiogenh/s

English (LSJ)

ές, of Chian growth, of wine, AP11.44 (Phld.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
originaire de Chios.
Étymologie: Χίος, γένος.

Greek (Liddell-Scott)

Χῑογενής: -ές, Χῖος τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἐπὶ οἴνου, Βρομίου Χιογενῆ πρόποσιν Ἀνθ. Π. 11. 44.

Greek Monotonic

Χῑογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που κατάγεται από τη Χίο, λέγεται για κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Χῑογενής: родом из Хиоса, хиосский: Χ. Βρομίου πρόποσις Anth. = Χῖος οἶνος.

Middle Liddell

Χῑο-γενής, ές γίγνομαι
of Chian growth, of wine, Anth.

German (Pape)

[Seite 1356] ές, von chiischer Abkunft, chiisch, πρόποσις Philodem. (XI, 44), vom Chierwein.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χιογενής
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας ερεικίδες
μσν.-αρχ.
(για κρασί) αυτός που προέρχεται από τη Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χῖος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Περσο-γενής].