δείδεκτο
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;
Spanish (DGE)
v. δειδίσκομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.
English (Autenrieth)
see δείκνῦμι.
Greek Monotonic
δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.
Russian (Dvoretsky)
δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.