βαρύμοχθος

Revision as of 19:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, A toilsome, γραμματική AP10.97 (Pall.); painful, οἶστρος Nonn.D.42.170. II hard-working, κύων ib.5.469; epithet of Heracles, APl.4.102.

Spanish (DGE)

(βᾰρύμοχθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1penoso, laborioso, arduo γραμματική AP 10.97 (Pall.), οἶστρος Nonn.D.42.170.
2 que trabaja duro κύων Nonn.D.5.469, ἄγραυλος ἀνήρ AP 11.60 (Paul.Sil.), epít. de Heracles AP 16.102.
II profundamente apenado ψυχή AP 12.132 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 434] schwere Drangsale duldend, mühselig, Soph. O. C. 1231; oft in Anth., z. B. Ἀλκίδης Ep. ad. 288 (Plan. 102); γραμματική Pallad. 45 (X, 97).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accablé de fatigue.
Étymologie: βαρύς, μόχθος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύμοχθος: -ον, ὁ ὑπομένων μεγάλους μόχθους, πλήρης κόπων, διάφ. γραφ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1231, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 97.

Greek Monolingual

βαρύμοχθος, -ον (AM)
αυτός που απαιτεί βαρύ μόχθο, επίπονος
αρχ.
1. επώδυνος
2. εκείνος που έχει αναλάβει βαρύ μόχθο, που εργάζεται σκληρά.

Greek Monotonic

βᾰρύμοχθος: -ον, πολύ επίπονος, εξαιρετικά οδυνηρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύμοχθος: тяжелый, мучительный (Soph. - v.l. к πολύμοχθος Anth.).

Middle Liddell

very toilsome, painful, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύμοχθος -ον βαρύς, μόχθος zwaar zwoegend:; ψυχή ziel AP 12.132; zeer moeizaam, met veel geploeter:. γραμματική grammatica AP 10.97.