ξενολόγος

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενολόγος Medium diacritics: ξενολόγος Low diacritics: ξενολόγος Capitals: ΞΕΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: xenológos Transliteration B: xenologos Transliteration C: ksenologos Beta Code: cenolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον, enlisting mercenaries, Plb.1.32.1,5.63.9, D.S.14.62, Plu.Dio23; title of a comedy by Menander.

German (Pape)

[Seite 277] Fremde, Miethssoldaten auwerbend; Pol. 1, 32, 1; Plut. Dio 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recrute des troupes étrangères ou mercenaires.
Étymologie: ξένος, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

ξενολόγος: -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.

Greek Monolingual

ξενολόγος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγος].

Greek Monotonic

ξενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ξενολόγος: производящий набор иноземных наемников Polyb., Plut.

Middle Liddell

ξενο-λόγος, ον, λέγω
levying mercenaries, Polyb.