μικρόστομος

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόστομος Medium diacritics: μικρόστομος Low diacritics: μικρόστομος Capitals: ΜΙΚΡΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: mikróstomos Transliteration B: mikrostomos Transliteration C: mikrostomos Beta Code: mikro/stomos

English (LSJ)

ον, with a small mouth or orifice, ἄγγος Hp.Morb.4.57; ζῷα Arist.HA 502a8; of the womb, Sor.2.56.

German (Pape)

[Seite 185] kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.).
Étymologie: μικρός, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόστομος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στόμαἄνοιγμα, ἄγγος Ἱππ. 515. 21· ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόστομος, -ον)
αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο
ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + στόμα (πρβλ. μεγαλό-στομος)].

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόστομος:
1) с маленьким ртом (ζῷα Arst.);
2) с маленьким отверстием (λυχνίδιον Luc.).