κρεμόω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
Epic fut. of κρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de κρεμάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμόω: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
Greek Monotonic
κρεμόω: Επικ. μέλ. του κρεμάννυμι· Αττ. κρεμῶ.
Russian (Dvoretsky)
κρεμόω: эп. fut. к κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμόω ep. fut. van κρεμάννυμι.