λυραοιδός
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
(or rather λυράοιδος Hdn.Gr.1.229), ὁ, ἡ, one who sings to the lyre, AP7.612 (Agath.), APl.4.279:—contr. λῠρῳδός, AP6.118 (Antip.), Plu.Sull.33: Adj. -ῳδὸς ἁρμονία Callistr.Stat.7.
French (Bailly abrégé)
p. contr. λυρῳδός;
οῦ (ὁ, ἡ)
joueur, joueuse de lyre.
Étymologie: λύρα, ἀοιδός.
Greek (Liddell-Scott)
λῠραοιδός: (ᾒ λυράοιδος, Ἀρκάδ. σ. 86. 25), ὁ, ἡ, ὁ ᾄδων πρὸς λύραν, Ἀνθ. Π. 7. 612, Πλαν. 729·- συνῃρημ. λυρῳδός, Ἀνθ. Π. 6. 118· λ. γυνὴ Πλουτ. Σύλλ. 33.
Greek Monolingual
λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α)
βλ. λυρωδός.
Greek Monotonic
λῠραοιδός: ὁ, ἡ, αυτός που τραγουδάει με συνοδεία λύρας, σε Ανθ.· συνηρ. λυρῳδός, στον ίδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λῠραοιδός: стяж. λῠρῳδός ὁ и ἡ играющий (играющая) на лире, лирник Plut., Anth.
Middle Liddell
λῠρ-αοιδός, οῦ, ὁ,
one who sings to the lyre, Anth.:— contr. λυρῳδός, Anth., Plut.