κλαστάζω
English (LSJ)
dress vines (cf. κλάσις 1.1): metaph., trim, humble, Ar.Eq.166.
German (Pape)
[Seite 1446] = κλάω, bes. den Weinstock abblatten, die Blätter u. Ranken abbrechen, Sp.; übertr., βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις Ar. Equ. 166, demüthigen, beugen.
French (Bailly abrégé)
ébrancher ; fig. abattre, décourager.
Étymologie: κλαστός.
Greek (Liddell-Scott)
κλαστάζω: περιποιοῦμαι ἄμπελον, κλαδεύω, «βλαστολογῶ» (ἴδε κλάσις)· μεταφορ., «κόπτω τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.
Greek Monolingual
κλαστάζω (Α)
1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, του κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης.
Greek Monotonic
κλαστάζω: μέλ. -σω (κλάω), περιποιούμαι αμπέλι, κλαδεύω· μεταφ., κλ. τινά, «κόβω τα φτερά κάποιου», τον ταπεινώνω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κλαστάζω: досл. обрезывать ветви, подрезать, перен. укрощать, смирять (στρατηγούς Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαστάζω [κλαστός] overdr. kort houden:. στρατηγοὺς κλαστάσεις je zult de generaals kort houden Aristoph. Eq. 166.
Middle Liddell
κλαστάζω, fut. -σω κλάω
to dress vines: metaph. κλ. τινά to give him a dressing, Ar.