κυλινδροειδής

From LSJ
Revision as of 22:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλινδροειδής Medium diacritics: κυλινδροειδής Low diacritics: κυλινδροειδής Capitals: ΚΥΛΙΝΔΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kylindroeidḗs Transliteration B: kylindroeidēs Transliteration C: kylindroeidis Beta Code: kulindroeidh/s

English (LSJ)

ές, cylindrical, Euc.Phaen.p.4 M., Placit. 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero Spir.2.34. Adv. -δῶς Eust.1604.58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme cylindrique.
Étymologie: κύλινδρος, εἶδος.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.

Greek Monolingual

-ές (Α κυλινδροειδής, -ές)
αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές
σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους οδούς.
επίρρ...
κυλινδροειδώς (Α κυλινδροειδώς)
με κυλινδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κυλινδροειδής: цилиндрический (σχῆμα Plut.).