πεπλανημένως

From LSJ
Revision as of 08:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπλᾰνημένως Medium diacritics: πεπλανημένως Low diacritics: πεπλανημένως Capitals: ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: peplanēménōs Transliteration B: peplanēmenōs Transliteration C: peplanimenos Beta Code: peplanhme/nws

English (LSJ)

Adv., (πλανάομαι) A mistakenly, in error, περί τινος π. ἔχειν Isoc.9.43; π. λέγεσθαι Str.2.4.3. II irregularly, of fits of disease, Hp.Epid.1.3.<

German (Pape)

[Seite 560] adv. part. perf. pass. von πλανάω, umherirrend, umherschweisend, εἶχεν, Isocr. 9, 43.

French (Bailly abrégé)

adv.
en errant çà et là ; de manière irrégulière.
Étymologie: πεπλανημένος, part. pf. Pass. de πλανάω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπλᾰνημένως: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον πεπλανημένον, π. ἔχειν Ἰσοκρ. 197C· ἐπὶ παροξυσμῶν νόσου, ἀνωμάλως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αʹ 941, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 8.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. εσφαλμένα
2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πλανῶμαι].

Russian (Dvoretsky)

πεπλᾰνημένως: блуждая Arst.: π. ἔχειν Isocr. блуждать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπλανημένως adv. ptc. perf. med. van πλανάω, bij vergissing:; οὐδὲ περὶ ἓν πεπλανημένως εἶχεν bij geen enkele (onverwachte gebeurtenis) maakte hij een fout Isocr. 9.43; onregelmatig, erratisch:. πῦρ ἔλαβε π. hij had erratische koortsaanvallen Hp. Epid. 1.3.