πολύϊχθυς

From LSJ
Revision as of 08:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊχθυς Medium diacritics: πολύϊχθυς Low diacritics: πολύϊχθυς Capitals: ΠΟΛΥΪΧΘΥΣ
Transliteration A: polýïchthys Transliteration B: poluichthys Transliteration C: polyichthys Beta Code: polu/i+xqus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ, abounding in fish, ποταμός Str.3.3.1:—also πολυ-ΐχθῠος, ον, h.Ap.417.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, fischreich, Strab. 3, 3, 1.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλῆθος ἰχθύων, Στράβ. 152· ― οὕτω, πολυΐχθυος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 417.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ψάρια («πολύϊχθυς ποταμός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθύς (< ἰχθῦς), πρβλ. εύ-ϊχθυς].

Greek Monotonic

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, -ον, σε Ομηρ. Ύμν.