σμιλεύω

From LSJ
Revision as of 09:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

German (Pape)

[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.

French (Bailly abrégé)

entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.

Greek Monolingual

ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο-σμιλεύω, δια-σμιλεύω)].

Greek Monotonic

σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.

Middle Liddell

σμῑλεύω,
to carve finely. [from σμῑ́λη]