συναριστάω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
take breakfast or luncheon with, τοῖς ἥρωσιν Ar.Av. 1486, cf. Aeschin.1.43, Alex.47, Luc.Asin.50: abs., Phld.Lib.p.56 O.: Συναριστῶσαι, name of a play by Menander.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dîner avec.
Étymologie: σύν, ἀριστάω.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱριστάω: ἀριστῶ, προγευματίζω ἢ γευματίζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1486, Αἰσχίν. 7. 1· συναριστᾶν τισι… προχείρως Ἄλεξις ἐν «Φιλεταίρῳ» 2, Λουκ. Ὄν. 50· ― Συναριστῶσαι, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.
Greek Monotonic
συνᾱριστάω: μέλ. -ήσω, παίρνω πρωινό ή γευματίζω μαζί με, τινί, σε Αριστοφ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
συνᾱριστάω: вместе завтракать (τινι Arph. и μετά τινος Aeschin., Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνᾱριστάω [σύν, ἄριστον] samen (met...) ontbijten, met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω
to take breakfast or luncheon with, τινί Ar., Aeschin.