συσσεύω

From LSJ
Revision as of 09:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσεύω Medium diacritics: συσσεύω Low diacritics: συσσεύω Capitals: ΣΥΣΣΕΥΩ
Transliteration A: sysseúō Transliteration B: sysseuō Transliteration C: sysseyo Beta Code: susseu/w

English (LSJ)

urge on together, βοῶν κάρηνα h.Merc.94; συνεσσεύοντο Ποιναί Orph.A.982.

French (Bailly abrégé)

pousser ensemble ou en même temps;
Moy. συσσεύομαι s'élancer ensemble.
Étymologie: σύν, σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

συσσεύω: ὁμοῦ θέτω εἰς κίνησιν, ὁμοῦ ἐπισπεύδω, βοῶν κάρηνα Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 94· συνεσσεύοντο Ποιναὶ Ὀρφ. Ἀργ. 980.

Greek Monolingual

Α
θέτω μαζί σε κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σεύω «θέτω σε γρήγορη κίνηση, διώχνω»].

Greek Monotonic

συσσεύω: θέτω μαζί σε κίνηση, επισπεύδω συλλήβδην· βοῶν κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

συσσεύω: (только aor. συνέσευα) вместе гнать вперед, погонять (βοῶν κάρηνα HH).

Middle Liddell


to urge on together, βοῶν κάρηνα Hhymn.