χηνιδεύς
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
έως, ὁ, gosling, Ael.NA7.47, Eust.753.56.
German (Pape)
[Seite 1353] έως, ὁ, die junge Gans, Ael. H. A. 7, 47.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
oison.
Étymologie: χήν.
Greek (Liddell-Scott)
χηνῐδεύς: έως, ὁ, (χὴν) μικρὸς χήν, «χηνίτσα», Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, πρβλ. Εὐστ. 753. 55.
Greek Monolingual
-έως, και χηνιδής, -οῦς, ὁ, Α
χηνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα -ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ-ιδεύς)].