ἀκαλλιέρητος

From LSJ
Revision as of 11:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαλλιέρητος Medium diacritics: ἀκαλλιέρητος Low diacritics: ακαλλιέρητος Capitals: ΑΚΑΛΛΙΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akalliérētos Transliteration B: akallierētos Transliteration C: akallieritos Beta Code: a)kallie/rhtos

English (LSJ)

ον, not accepted by gods, ill-omened, ἱερά Aeschin. 3.131, 152.

Spanish (DGE)

-ον
acogido desfavorablemente por los dioses ἱερά Aeschin.3.131, 152, cf. Luc.Bis Acc.2, Philostr.VA 8.7.10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les auspices ne sont pas favorables, non agréé par les dieux.
Étymologie: , καλλιερέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλιέρητος: -ον, ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, Αἰσχίν. 72. 16., 75. 12· μυήσεις, Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9. 3.

Greek Monolingual

ἀκαλλιέρητος, -ον (Α) καλλιερῶ
ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς
«ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131).

Greek Monotonic

ἀκαλλιέρητος: -ον, αυτός που έλαβε κακό οιωνό· ἱερά, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαλλιέρητος: культ. неугодный богам, являющийся дурным предзнаменованием, неблагоприятный (ἱερά Aesch., Luc.).

Middle Liddell

ill-omened, ἱερά Aeschin.