ἀλακάτα

From LSJ
Revision as of 11:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλακάτα Medium diacritics: ἀλακάτα Low diacritics: αλακάτα Capitals: ΑΛΑΚΑΤΑ
Transliteration A: alakáta Transliteration B: alakata Transliteration C: alakata Beta Code: a)laka/ta

English (LSJ)

ἡ, Doric for ἠλακάτη; — Dim. ἀλακάτιον, τό, POxy. 1740.8 (iii/iv AD).

Spanish (DGE)

v. ἠλακάτη.

German (Pape)

[Seite 88] dor. für ἠλακάτη.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠλακάτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.

Greek Monolingual

ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.

Greek Monotonic

ἀλακάτα: ἡ, Δωρ. αντί ἠλακάτη.

Russian (Dvoretsky)

ἀλακάτα: ἡ дор. = ἠλακάτη.