ἀναπόλαυστος

From LSJ
Revision as of 12:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόλαυστος Medium diacritics: ἀναπόλαυστος Low diacritics: αναπόλαυστος Capitals: ΑΝΑΠΟΛΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anapólaustos Transliteration B: anapolaustos Transliteration C: anapolafstos Beta Code: a)napo/laustos

English (LSJ)

ον, A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f. 2 Act., not enjoying, Phld.Mort.13; ἡδονῶν Heph.Astr.1.1, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser disfrutado (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.
2 que no disfruta Phld.Mort.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.

German (Pape)

[Seite 203] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne jouit pas.
Étymologie: , ἀπολαύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόλαυστος: -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «ἄγευστος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόλαυστος, -ον) ἀπολαύω
1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει κανείς
2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόλαυστος: бесполезный (ἀ. καὶ ἀνωφελής Plut.).