ἀνουθέτητος
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ον, A unwarned, unadmonished, Isoc.2.4, D.Ep.3.11. 2 that will not be warned, Men.Mon.49, Plu.2.283f.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no admite consejos de los tiranos ἀνουθέτητοι διατελοῦσιν Isoc.2.4, de Filipo, D.Ep.3.11, λόγοι Ph.2.266 (I p.211)
•de ahí ἀνουθέτητόν ἐστιν ἡ παρρησία Men.Mon.60, fig. θάλασσα Cyr.Al.M.69.528B.
2 incurable νόσος Cyr.Al.M.73.665C.
3 inexorable ἡ θεία τε καὶ ἀ. ὀργή Cyr.Al.M.70.356C.
4 subst. τὸ ἀ. lo incorregible Plu.2.283f.
German (Pape)
[Seite 242] ungewarnt, Isocr. 2, 4; der sich nicht warnen läßt, Dem. ep. 3; Clem. Al.; παῤῥησία Man. monost. 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non blâmé, non averti.
Étymologie: ἀ, νουθετέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνουθέτητος: -ον, ὁ μὴ νουθετηθείς, Ἰσοκρ. 15C: 2) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ νουθεσίαν, Δημ. 1477.14, Μενάνδρου Μονόστ. 49.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνουθέτητος, -ον)
εκείνος που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές
αρχ.-μσν.
ανεπίδεκτος νουθεσίας.
Russian (Dvoretsky)
ἀνουθέτητος:
1) непредостереженный, непредупрежденный Isocr.;
2) не слушающий никаких предупреждений, неисправимый Dem., Men., Plut.