ἀντίμισθος

Revision as of 12:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, as a reward, in compensation, μνήμην ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς A.Supp.270.

Spanish (DGE)

-ον
que es en compensación, como recompensa, Ἆπις ... μνήνην ποτ' ἀντίμισθον ηὕρετ' ἐν λιταῖς Apis ... logró un recuerdo en las plegarias, que es cual salario A.Supp.270
subst. ὁ ἀ. pago τὸν ἀ. ... παράσχου τοῖς γονεῦσί σου Phys.B 238.2.

German (Pape)

[Seite 256] μνήμη, statt des Lohnes, wofür lohnend, Aesch. Suppl. 267.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rémunère, qui récompense.
Étymologie: ἀντί, μισθός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίμισθος: -ον, ὁ, ἀντὶ μισθοῦ διδόμενος, ὁ ὡς ἀνταμοιβὴ διδόμενος, μνήμην ... ἀντίμισθον ηὕρετ’ ἐν λιταῖς Αἰσχύλ, Ἱκ. 270.

Greek Monolingual

ἀντίμισθος, -ον (Α)
ο αντί μισθού, αυτός που δίνεται σαν ανταμοιβή.

Greek Monotonic

ἀντίμισθος: -ον, αυτός που δίδεται ως ανταμοιβή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίμισθος: служащий вознаграждением, являющийся наградой (μνήμη Aesch.).

Middle Liddell

as a reward, Aesch.

English (Woodhouse)

serving as a reward