ἀρατήριον
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
τό, v. ἀρητήριον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu de prières (lieu d'Attique).
Étymologie: ἀράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾱτήριον: τό, ἴδε ἀρητήριον.
Russian (Dvoretsky)
ἀρᾱτήριον: τό место молений Plut.