ἁλουργός
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
όν, v. sub ἁλουργής.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [-ός, -ά, -όν Phylarch.41, SIG 1106.155 (Cos IV a.C.)]
I teñido de púrpura auténtica ἔρια Pl.R.429d, χιτωνίσκος IG 22.1514.12, 14 (IV a.C.), στολαί Phylarch.41, χλανίδα ἁλουργάν SIG l.c., στρώματα D.C.56.34.1.
II subst.
1 τὸ ἁ. color púrpura (que va del granate al morado) ἐρυθρὸν δὲ δὴ μέλανι λευκῷ τε κραθὲν ἁλουργόν Pl.Ti.68c, τὸ δὲ φοινικοῦν καὶ πράσινον καὶ ἁλουργὸν οὐ γίγνεται κεραννύμενον rojo, verde y púrpura (considerados por Arist. los básicos del espectro y que agrupan rojo-naranja-amarillo, verde, azul-violeta) no se consiguen por mezclas Arist.Mete.372a8, τὸ φοινικοῦν καὶ ἁλουργὸν καὶ πράσινον καὶ κυανοῦν μεταξὺ τοῦ λευκοῦ καὶ μέλανος Arist.Sens.442a24, cf. 440a1, διαφέρει τὸ ἁ. τοῦ ἐρυθροῦ Alex.Aphr.in Metaph.618.27, cf. 617.19.
2 ὁ ἁ. tintorero Ἰσαακ ἁλουργ(ός) PSI 1061.2 (VI a.C.), PKlein.Form.793 (VI a.C.).
German (Pape)
[Seite 109] (eigtl. meerarbeitend), mit Meerpurpur, ächt purpurn gefärbt, Plat. Rep. IV, 429 d; Arist. color. 5 u. Sp., vgl. ἁλουργής.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. ἁλουργής.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργός: -όν, ἴδε ἐν λέξ. ἁλουργής.
Greek Monolingual
ἁλουργός, -όν (Α)
βλ. αλουργής.
Greek Monotonic
ἁλουργός: -όν = ἀλουργής.
Russian (Dvoretsky)
ἁλουργός: Plat., Arst., Plut. = ἁλουργής.