ἆμαρ

From LSJ
Revision as of 14:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆμαρ Medium diacritics: ἆμαρ Low diacritics: άμαρ Capitals: ΑΜΑΡ
Transliteration A: âmar Transliteration B: amar Transliteration C: amar Beta Code: a)=mar

English (LSJ)

ατος, τό, Dor. for ἦμαρ.

Spanish (DGE)

v. ἦμαρ.

German (Pape)

[Seite 116] dor. = ἶμαρ, ἄματα Pind. P. 4, 156.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἦμαρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἆμαρ: -ατος, τό, Δωρ. ἀντὶ ἦμαρ.

English (Slater)

ἆμᾰρ day κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) opposed to night, ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα (P. 4.196) μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (P. 4.256) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113)

Greek Monotonic

ἆμαρ: Δωρ. αντί ἦμαρ.

Russian (Dvoretsky)

ἆμαρ: ἄματος τό дор. = ἦμαρ.