ἐκκοβαλικεύομαι
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
cheat by juggling tricks, cajole, dub. in Ar.Eq. 270.
Spanish (DGE)
(ἐκκοβᾱλῐκεύομαι) engatusar γέροντας ἡμᾶς Ar.Eq.270.
German (Pape)
[Seite 764] durch Koboldstreiche, Kniffe u. dgl. äffen, Ar. Equ. 270, Schol. ἐκπανουργεῖν.
French (Bailly abrégé)
mystifier.
Étymologie: ἐκ, κόβαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκοβᾱλικεύομαι: ἀποθ., ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων κττ., δελεάζω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 271.
Greek Monolingual
ἐκκοβαλικεύομαι (Α)
εξαπατώ με τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐκκοβᾱλικεύομαι: αποθ., εξαπατώ με πανουργίες, με τεχνάσματα, κολακεύω, δελεάζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκοβᾱλικεύομαι: хитро обманывать, надувать (τινα Arph.).