ἐπανόρθωμα

Revision as of 15:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, correction, Pl.Prt.340a, 340d, Tht.183a, D.25.16, Arist.EN1135a13, 1137b12.

German (Pape)

[Seite 903] τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action de redresser, correction, amélioration.
Étymologie: ἐπανορθόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανόρθωμα: τό, διόρθωσις, τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.

Greek Monolingual

ἐπανόρθωμα, το (Α) επανορθώνω
1. επανόρθωση, διόρθωση, βελτίωση («τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῑζον ἁμάρτημα ἔχει ἤ ὅ ἐπανορθοῖς», Πλάτ.)
2. διόρθωση σύμφωνα με καθορισμένο πρότυπο.

Greek Monotonic

ἐπανόρθωμα: -ατος, τό, διόρθωση, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανόρθωμα: ατος τό
1) исправление, поправка, улучшение, Plat., Arst., Plut.;
2) исправление, устранение (ἁμαρτημάτων Dem.; τοῦ πάθους Plut.).

Middle Liddell

ἐπανόρθωμα, ατος, τό, [from ἐπανορθόω
a correction, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

correction