ἕσσο
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
2sg. plpf. Pass. of ἕννυμι, Il.3.57, Od.16.199. ἔσσομαι, Ep. and Aeol. fut. of εἰμί sum.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. pqp. Moy. de ἕννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕσσο: β΄ ἑν. ὑπερσ. παθ. τοῦ ἕννυμι, ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα κακῶν ἕνεχ’, ὅσσα ἔοργας Ἰλ. Γ. 57, Ὀδ. Π. 199.
English (Autenrieth)
see ἕννῦμι.
Greek Monotonic
ἕσσο: ἕστο, βʹ ενικ. Παθ. υπερσ. του ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἕσσο: эп. 2 л. sing. ppf. pass. к ἕννυμι.