ὑψαυχενίζω
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
= ὑψαυχενέω, AP9.777 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
c. ὑψαυχενέω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψαυχενίζω: ὑψαυχενέω, Ἀνθ. Π. 9. 777.
Greek Monolingual
Α
ὑψαυχενῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψαυχενῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].
Greek Monotonic
ὑψαυχενίζω: μέλ. -σω, κρατώ τον αυχένα ψηλά, κάνω επίδειξη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψαυχενίζω: Anth. = ὑψαυχενέω.
Middle Liddell
fut. σω
to carry the neck high, show off, Anth. [from ὑψαύχην