ὑπόσαλος

From LSJ
Revision as of 18:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσᾰλος Medium diacritics: ὑπόσαλος Low diacritics: υπόσαλος Capitals: ΥΠΟΣΑΛΟΣ
Transliteration A: hypósalos Transliteration B: hyposalos Transliteration C: yposalos Beta Code: u(po/salos

English (LSJ)

ον, A under the sea, νησίον Stad.72. II shaken underneath, undermined, γῆ Plu.2.434c (ὑπὸ σάλου codd.); ὀδόντες ὑ. loose teeth, Dsc.1.105.5.

German (Pape)

[Seite 1231] unter der Woge, bes. auf offenem, wogendem Meere. Dah. ein wenig schwankend, Plut.; ὀδόντες, etwas wackelnde Zähne, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les flots sous lui ; vacillant.
Étymologie: ὑπό, σάλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσᾰλος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, νησίον Georg. Gr. min. τ. 2, σ. 449, Gail. ΙΙ. ὑποσειόμενος ὡς ὑπὸ θαλάσσης κάτωθεν, σειόμενος κάτωθεν, τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης, διάφορ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 434C· ὀδόντες ὑπ., χαλαροὶ ὀδόντες, ὑποσαλευόμενοι, Διοσκ. 5. 119.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από θάλασσα, ιδίως ταραγμένη
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που σαλεύει, που ταρακουνιέται λίγο («τῆς γῆς ὑποσάλου γενομένης», Πλούτ.)
3. φρ. «ὀδόντες ὑπόσαλοι» — δόντια που κουνιούνται, που είναι έτοιμα να πέσουν (Διόσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάλος «κίνηση, ταραχή, τρικυμία»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπόσᾰλος: досл. покачивающийся на море, перен. качающийся, сотрясающийся (ἡ γῆ Plut.).