δεράς

From LSJ
Revision as of 20:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

German (Pape)

[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. δειράς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).

Russian (Dvoretsky)

δεράς: άδος ἡ Soph., Eur. = δειράς.

Greek Monolingual

δεράς (-άδος), η (Α)
η δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί του δειράς].

Greek Monotonic

δεράς: -άδος, ἡ, =δειράς, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.

Middle Liddell

= δειράς, Soph.]