κραιπνοφόρος

From LSJ
Revision as of 20:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπνοφόρος Medium diacritics: κραιπνοφόρος Low diacritics: κραιπνοφόρος Capitals: ΚΡΑΙΠΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kraipnophóros Transliteration B: kraipnophoros Transliteration C: kraipnoforos Beta Code: kraipnofo/ros

English (LSJ)

ον, swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνοφόρος: быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).

Greek Monolingual

κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.

Middle Liddell

κραιπνο-φόρος, ον φέρω
swift-bearing, αὖραι Aesch.