παραχώρησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A retiring. Str.10.2.12 (pl.); recession, Procl.Hyp.5.110.
2 c. gen., retiring from, giving up, surrender, BGU1127.13 (i B.C.); δανείου ib.1171.12 (i B.C.); of a holding of land, surrender, λαβεῖν κατὰ παραχώρησιν PPetr.3p.40 (iii B.C.), cf. PTeb.30.12 (ii B. C.): generally, cession, withdrawal from, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς, D.S.13.43, Plu.Cat.Mi.58; ἡγεμονίας D.H.4.27; παραχώρησις ἄλλων ἄλλοις = surrender of one point to one, another to another, Arr.Epict. 3.24.10.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, das Nachgeben; ὑπὲρ ἡγεμονίας, D. Hal. 4, 27; τῆς ἀμφισβητουμένης χώρας, das Weichen daraus, das Überlassen desselben, D. Sic. 13, 43; τῆς ἀρχῆς, Plut. Cat. min. 58.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se retirer ; cession, abandon.
Étymologie: παραχωρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραχώρησις -εως, ἡ [παραχωρέω] het afstand doen, met gen:. τῆς ἀρχῆς van de macht Plut. CMi 58.10.
Russian (Dvoretsky)
παραχώρησις: εως ἡ уступка, отдача, сдача (τῆς χώρας Diod.; τῆς ἀρχῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραχώρησις: ἡ, ὑποχώρησις, Πτολεμ. 2) μετὰ γεν., τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι ἀπό τινος, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς Διόδ. 13. 43, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 58, πρβλ. Διον. Ἁλ. 4. 27· ἀνάγκη περίοδόν τινα εἶναι καὶ παραχώρησιν ἄλλων ἄλλοις, καὶ τὰ μὲν διαλύεσθαι τὰ δ᾿ ἐπιγίνεσθαι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 10.
Greek Monotonic
παραχώρησις: ἡ, υποχώρηση· με γεν., αποχώρηση από, τῆς ἀρχῆς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
παραχώρησις, εως, [from παραχωρέω], a giving way: c. gen. a retiring from, τῆς ἀρχῆς Plut.