κάτημαι
From LSJ
Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt
English (LSJ)
Ionic for κάθημαι.
German (Pape)
[Seite 1401] ion. = κάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάτημαι Ion. voor κάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
κάτημαι: ион. = κάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
κάτημαι: Ἰων. = κάθημαι.
Greek Monotonic
κάτημαι: Ιων. αντί κάθημαι.