δῆσε
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
aor. of δέω¹; also for ἐδέησε, aor. of δέω 2.
Spanish (DGE)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. poét. de δέω¹ et δέω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δῆσε ep. ind. act. van δέω.
Russian (Dvoretsky)
δῆσε: (ν) эп.-дор. 3 л. sing. aor. к δέω I и II.
Greek (Liddell-Scott)
δῆσε: ποιητ. ἀόρ. τοῦ δέω =δένω· ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ ἐδέησε, ἀόρ. τοῦ δέω = χρῄζω, χρειάζομαι.
English (Autenrieth)
see δέ Od. 24.1 and δέ Od. 24.2.
Greek Monotonic
δῆσε:I. Επικ. αόρ. αʹ του δέω (Α),
II. αντί ἐδέησε, αόρ. αʹ του δέω (Β).