καταπτακών
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
καταπτήξας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1373] einzelner aor. II. zu καταπτήσσω, sich verbergend, Aesch. Eum. 246.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 poét. de καταπτήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπτακών ptc. aor. act. van καταπτήσσω.
Russian (Dvoretsky)
καταπτᾰκών: Aesch. part. aor. 2 к καταπτήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτακών: ἴδε ῥ. καταπτήσσω.
Greek Monotonic
καταπτᾰκών: ποιητ. μτχ. αορ. βʹ του καταπτήσσω.