σειρηφόρος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον, Ion. for σειραφόρος.
German (Pape)
[Seite 868] ion. = σειραφόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σειρηφόρος Ion. voor σειραφόρος.
Russian (Dvoretsky)
σειρηφόρος: ион. = σειραφόρος I и II.
Greek (Liddell-Scott)
σειρηφόρος: -ον, Ἰων. ἀντί σειραφόρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σειραφόρος.
Greek Monotonic
σειρηφόρος: -ον, Ιων. αντί σειραφόρος.