σκυλάκειος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
α, ον, of puppies, κρέα Hp.Int.9, S.E.P.3.225.
German (Pape)
[Seite 907] von (jungen) Hunden, κρέα, S. Emp. pyrrh. 3, 225.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλάκειος -α -ον [σκύλαξ] van puppy’s.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλάκειος: (ᾰ) щенячий, собачий: σκυλάκεια κρέα Sext. мясо щенят, молодая собачина.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλάκειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, εἰς νεογνὰ σκυλάκια, «κουτάβια», κρέα Ἱππ. 536. 10, Σέξτ. Ἐμπ. π. 3. 225.
Greek Monolingual
-εία, -ον, Α σκύλαξ, -ακος]
σκυλήσιος («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.).