στάθεν
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
στᾰθέν, v. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. ao. Pass. de ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάθεν poët. ind. aor. pass. 3 plur. van ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
στάθεν: дор. Pind. (= ἐστάθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάθεν: στᾰθέν, ἴδε ἐν λ. ἵστημι.
Greek Monotonic
στάθεν:I. ποιητ. αντί ἐστάθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἵστημι· αλλά,
II. στᾰθέν, μτχ. ουδ.