συγκερκίζω
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
weave together, Pl.Plt.310e.
German (Pape)
[Seite 967] zusammenweben, ὁμοδοξίαις, Plat. Polit. 310 e.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κερκίζω tot een geheel weven, verweven;. εἰς ἀλλήλους met elkaar Plat. Plt. 310e.
Russian (Dvoretsky)
συγκερκίζω: досл. ткать вместе, сплетать воедино, перен. сочетать, соединять (τὰ σώφρονα ἤθη τιμαῖς Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκερκίζω: συνυφαίνω, Πλάτ. Πολιτικ. 310E.
Greek Monolingual
Α
συνυφαίνω («ξυγκερκίζοντα δὲ όμοδοξίαις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κερκίζω «υφαίνω»].