αἰθυκτήρ
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, rushing violently, of pigs, Opp.C.2.332; φύσαλοι αἰ. Id.H.1.368.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
que se lanza violentamente σύες Opp.C.2.332, ὄρυξ Opp.C.2.551, φύσαλοι Opp.H.1.368.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
impétueux, violent.
Étymologie: αἰθύσσω.
Russian (Dvoretsky)
αἰθυκτήρ: ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰθυκτήρ: ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.
Greek Monotonic
αἰθυκτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.