δυσμείλικτος

Revision as of 12:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.

German (Pape)

[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

δυσμείλικτος: неумолимый, непримиримый (περὶ τὰς τιμωρίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.

Greek Monolingual

δυσμείλικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δυσμείλικτον η ιδιότητα του δυσμείλικτου.