δουρίπηκτος

From LSJ
Revision as of 12:59, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουρίπηκτος Medium diacritics: δουρίπηκτος Low diacritics: δουρίπηκτος Capitals: ΔΟΥΡΙΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: dourípēktos Transliteration B: douripēktos Transliteration C: douripiktos Beta Code: douri/phktos

English (LSJ)

ον, fixed on spears, λάφυρα δᾴων δουρίπηχθ' A.Th. 278.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fixé à la lance, aux lances.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

δουρίπηκτος: пригвожденный или пробитый копьем (Aesch. - v.l. δουρίπληκτος).

Greek (Liddell-Scott)

δουρίπηκτος: -ον, ἐμπεπηγμένος εἰς δόρατα, λόγχας, λάφυρα δάων δουρίπηχθ’ (κατὰ Δινδ. ἀντὶ δουρίπληχθ’, πρβλ. Ἀγ. 578) Αἰσχύλ. Θήβ. 278· κατὰ Πόρσ. δουρίληπτ’.

Greek Monotonic

δουρίπηκτος: -ον, αυτός που έχει μπηχτεί σε δόρατα, σε λόγχες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δουρί-πηκτος, ον adj
fixed on spears, Aesch.