κατάρυτος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον, = κατάρρυτος.
Russian (Dvoretsky)
κατάρῠτος: Eur. = κατάρρυτος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.
Greek Monolingual
κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.
Greek Monotonic
κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.
Middle Liddell
κατάρῠτος, ον poet. for κατάρρυτος, Eur.]