καταφευκτέον

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφευκτέον Medium diacritics: καταφευκτέον Low diacritics: καταφευκτέον Capitals: ΚΑΤΑΦΕΥΚΤΕΟΝ
Transliteration A: katapheuktéon Transliteration B: katapheukteon Transliteration C: katafefkteon Beta Code: katafeukte/on

English (LSJ)

one must fall back upon, have recourse to, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Arist.Rh.Al.1429a14; ἐπί τινα Luc.Pisc.3.

Russian (Dvoretsky)

καταφευκτέον: adj. verb. к καταφεύγω.

Greek (Liddell-Scott)

καταφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ καταφύγῃ εἴς τι, ἐπὶ τὰς ἀτυχίας Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 8.16· ἐπί τινα Λουκ. Ἁλ. 3.

Greek Monotonic

καταφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτό στο οποίο μπορεί κάποιος να καταφύγει, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφευκτέον, adj. verb. van καταφεύγω, men moet zijn toevlucht nemen.