καταπυρίζω
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
v. καππυρίζω.
German (Pape)
[Seite 1373] anzünden, Theocr. 2, 24, καππτρίσασα, l. d.
Russian (Dvoretsky)
καταπυρίζω: = καππυρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπῠρίζω: καὶ ποιητ. τύπος καππυρίζω, καταπυρακτῶ, κατακαίω.
Greek Monolingual
καταπυρίζω και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) κατάπυρος
κατακαίω.
Greek Monotonic
καταπῠρίζω: βλ. καππυρίζω.