κοσμογονία

From LSJ
Revision as of 13:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμογονία Medium diacritics: κοσμογονία Low diacritics: κοσμογονία Capitals: ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: kosmogonía Transliteration B: kosmogonia Transliteration C: kosmogonia Beta Code: kosmogoni/a

English (LSJ)

ἡ, creation or origin of the world, Cleom.1.1; applied to the poem of Parmenides, Plu.2.756 f.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cosmogonie, création du monde.
Étymologie: κόσμος, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

κοσμογονία:происхождение мира (название сочинения Парменида) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμογονία: ἡ, ἡ δημιουργία, ἡ γένεσις τοῦ κόσμου, Κλήμ. Ἀλ. 564· ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Παρμενίδου, Πλούτ. 2. 756Ε· ― ὁ τύπος κοσμογένεια ἀπαντᾷ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 810, Ὠριγέν. 1. 360D., κ. ἀλλ.· -γενία παρὰ Θεοδωρήτ.

Greek Monolingual

η (ΑM κοσμογονία)
η δημιουργία του κόσμου
νεοελλ.
κλάδος της αστρονομίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της δημιουργίας τών ουράνιων σωμάτων χωριστά του καθενός ή σε ομάδες
αρχ.
ως κύριο όν. Κοσμογονία τίτλος έργου του Παρμενίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμογόνος. Η λ. ως επιστημον. όρος της αστρονομίας είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cosmogony].