κήρινθος

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρινθος Medium diacritics: κήρινθος Low diacritics: κήρινθος Capitals: ΚΗΡΙΝΘΟΣ
Transliteration A: kḗrinthos Transliteration B: kērinthos Transliteration C: kirinthos Beta Code: kh/rinqos

English (LSJ)

ὁ, A bee-bread, = ἐριθάκη, Arist.HA623b23, Plin.HN11.17, Hsch. II kind of ulcer, Id.

German (Pape)

[Seite 1433] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριθάκη.

Russian (Dvoretsky)

κήρινθος: ὁ бот. керинт, перга, цветень Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κήρινθος: ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, ὡσαύτως ἐριθάκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἕλκους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κήρινθος, ὁ (Α)
1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].