λύα
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
English (LSJ)
v. λύη. λυάζει· φλυαρεῖ, μωρολογεῖ, στασιάζει, Hsch.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, von λύω, Auflösung, Zwiespalt, Aufruhr, Pind. N. 9, 14. Davon
Russian (Dvoretsky)
λύᾱ: ἡ разделение, раздор, распря Pind.
Greek (Liddell-Scott)
λύᾱ: ἡ, Δωρ. ἀντὶ λύη, ὃ ἴδε.
English (Slater)
λῠα civil strife ἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες, βιασθέντες λύᾳ (N. 9.14)
Greek Monolingual
λύα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. λύη.
Greek Monotonic
λύᾱ: ἡ, Δωρ. αντί λύη.
Middle Liddell
λύᾱ, ἡ, [doric for λύη.]