μάκιστος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
Doric for μήκιστος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μήκιστος.
Russian (Dvoretsky)
μάκιστος: (ᾱ) дор. Soph. = μήκιστος.
Greek (Liddell-Scott)
μάκιστος: Δωρ. ἀντὶ μήκιστος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάκιστος· πορρώτατος. ὄφελος ἔχοντα».
Greek Monolingual
μάκιστος, -η, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκιστος.
Greek Monotonic
μάκιστος: Δωρ. αντί μήκιστος.