μήρυγμα
From LSJ
English (LSJ)
v. μήρυμα.
German (Pape)
[Seite 178] τό, wie μήρυμα, das Gezogene, Faden, Schnur; bei Nic. Th. 160 von der gewundenen Bewegung der Schlangen, ἕρπειν ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός, vgl. 265.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
v. μήρυμα.
Russian (Dvoretsky)
μήρυγμα: ατος τό = μήρυμα.
Greek (Liddell-Scott)
μήρυγμα: ἴδε ἐν λέξ. μήρυμα.