νεοπηγής

From LSJ
Revision as of 14:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπηγής Medium diacritics: νεοπηγής Low diacritics: νεοπηγής Capitals: ΝΕΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: neopēgḗs Transliteration B: neopēgēs Transliteration C: neopigis Beta Code: neophgh/s

English (LSJ)

ές, lately built or made, Ῥώμη AP9.808 (Cyrus); γυῖα Orac. ap. Eus.PE4.9:—also νεό-πηκτος, ον, fresh-curdled, τυρός Batr.38; newly burnt, κεραμίς Hp.Mul.2.206; newly built, θάλαμοι Hld.6.11.

German (Pape)

[Seite 243] ές, = νεοπαγής; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεοπαγής.

Russian (Dvoretsky)

νεοπηγής: недавно укрепленный или недавно построенный (Ῥώμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοπηγής: -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω νεόπηκτος, ον, ὁ νεωστὶ παγείς, στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, κέραμος Ἱππ. 673. 23.

Greek Monolingual

νεοπηγής, -ές (Α)
1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο
2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής, καινο-πηγής].

Greek Monotonic

νεοπηγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεο-πηγής, ές πήγνυμι
lately built or made, Anth.